Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόuniversàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [univerˈsale] 1 καθολικότητα 2 ολότητα universàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [univerˈsale] παγκόσμιος (-α, -ο), οικουμενικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgiudizio [αρσ.] universale = η Δεύτερα Παρουσία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |