Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [uˈnito]

ενωμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  unitezza univalve  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


in tinta unita = μονόχρωμος || Regno [αρσ.] Unito = Ηνωμένο Βασίλειο || Stati [αρσ. πλυθ.] Uniti d'America = οι Ηνωμένες Πολιτείες [f.] Αμερικής


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

unitarietà (θηλ.ουσ)
unitario (ουσ αρσ )
unitario (επίθ.)
unitarismo (ουσ αρσ )
unitezza (θηλ.ουσ)
unito (αρσ. επίθ και ουσ)
univalve (επίθ.)
universale (ουσ αρσ )
universale (επίθ.)
universalismo (ουσ αρσ )
universalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
universalistico (επίθ.)
universalità (θηλ.ουσ)
universalizzare (ρ. μτβ.)
universalizzazione (θηλ.ουσ)
universalmente (επίρ.)
universiade (θηλ.ουσ)
università (θηλ.ουσ)
universitario (ουσ αρσ )
universitario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---