ItalianoGreco


unitàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uniˈtarjo]

1 οπαδός του ενισμού
2 ουνιτάριος
3 αντιτριαδίτης
4 μονιστής

unitàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [uniˈtarjo]

1 συνενωτικός
2 μοναρχιανός
3 αντιτριαδικός
4 μονιστικός
5 ενιαίος
6 ενωτικός
7 ενοποιός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---