Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unìta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [uˈnita]

1 matematica η μονάδα
2 (unione) η ενότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  unisono unitamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


unità [θηλ. άκλ.] di misura = η μονάδα μετρήσεως


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

unirsi (ρ. μ. αμτβ.)
unisessuale (επίθ.)
unisessualità (θηλ.ουσ)
unisex (επίθ.)
unisono (επίθ.)
unita (θηλ.ουσ)
unitamente (επίρ.)
unitariano (ουσ αρσ )
unitariano (επίθ.)
unitarietà (θηλ.ουσ)
unitario (ουσ αρσ )
unitario (επίθ.)
unitarismo (ουσ αρσ )
unitezza (θηλ.ουσ)
unito (αρσ. επίθ και ουσ)
univalve (επίθ.)
universale (ουσ αρσ )
universale (επίθ.)
universalismo (ουσ αρσ )
universalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---