Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόunìta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [uˈnita] 1 matematica η μονάδα 2 (unione) η ενότητα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαunità [θηλ. άκλ.] di misura = η μονάδα μετρήσεως Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |