Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόunitariàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [unitaˈrjano] 1 οπαδός του ενισμού 2 ουνιτάριος 3 αντιτριαδίτης 4 μονιστής unitariàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [unitaˈrjano] 1 αντιτριαδικός 2 μονιστικός 3 μοναρχιανός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |