Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόunisèx, ùnisex
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,uniˈsɛks] 1 χωρίς διάκριση φύλου 2 γιούνισεξ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |