Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [uˈnire]

ενώνω

unìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [uˈnirsi]

1 συνδέομαι
2 εναρμονίζομαι
3 συνενώνομαι
4 ενώνομαι
5 συνασπίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  unipolo unisessuale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

unionismo (ουσ αρσ )
unionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
uniparo (επίθ.)
unipolare (επίθ.)
unipolo (ουσ αρσ )
unire (ρ. μτβ.)
unirsi (ρ. μ. αμτβ.)
unisessuale (επίθ.)
unisessualità (θηλ.ουσ)
unisex (επίθ.)
unisono (επίθ.)
unita (θηλ.ουσ)
unitamente (επίρ.)
unitariano (ουσ αρσ )
unitariano (επίθ.)
unitarietà (θηλ.ουσ)
unitario (ουσ αρσ )
unitario (επίθ.)
unitarismo (ουσ αρσ )
unitezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---