Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόunisessualità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [unisessualiˈta] 1 μονογένεια 2 μονοφυλετικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |