Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unipolo
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uniˈpɔlo]

1 ισοτροπική κεραία
2 μονοπολική κεραία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  unipolare unire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

unione (θηλ.ουσ)
unionismo (ουσ αρσ )
unionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
uniparo (επίθ.)
unipolare (επίθ.)
unipolo (ουσ αρσ )
unire (ρ. μτβ.)
unirsi (ρ. μ. αμτβ.)
unisessuale (επίθ.)
unisessualità (θηλ.ουσ)
unisex (επίθ.)
unisono (επίθ.)
unita (θηλ.ουσ)
unitamente (επίρ.)
unitariano (ουσ αρσ )
unitariano (επίθ.)
unitarietà (θηλ.ουσ)
unitario (ουσ αρσ )
unitario (επίθ.)
unitarismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---