Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόunigènito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [uniˈʤɛnito] 1 Μονογενής Υιός 2 μοναχοπαίδι unigènito επίθετο Προσφορά I.P.A.: [uniˈʤɛnito] μονογενής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |