Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unigènito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uniˈʤɛnito]

1 Μονογενής Υιός
2 μοναχοπαίδι

unigènito  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [uniˈʤɛnito]

μονογενής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uniformità unilabiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uniformazione (θηλ.ουσ)
uniforme (θηλ.ουσ)
uniforme (επίθ.)
uniformemente (επίρ.)
uniformità (θηλ.ουσ)
unigenito (ουσ αρσ )
unigenito (επίθ.)
unilabiato (επίθ.)
unilaterale (επίθ.)
unilateralismo (ουσ αρσ )
unilateralità (θηλ.ουσ)
unilateralmente (επίρ.)
uniloculare (επίθ.)
uninervio (επίθ.)
uninominale (θηλ. επίθ και ουσ)
unione (θηλ.ουσ)
unionismo (ουσ αρσ )
unionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
uniparo (επίθ.)
unipolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---