Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόuniformazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [uniformatˈtsjone] 1 σύσταση από όμοια στοιχεία 2 απόκτηση ομοιογένειας 3 ομοιογενοποίηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |