Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [unifikatˈtsjone]

η ενοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  unificatore uniformare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

unificarsi (ρ.μ. (αντων.))
unificativo (επίθ.)
unificato (επίθ.)
unificatore (ουσ αρσ )
unificatore (επίθ.)
unificazione (θηλ.ουσ)
uniformare (ρ. μτβ.)
uniformazione (θηλ.ουσ)
uniforme (θηλ.ουσ)
uniforme (επίθ.)
uniformemente (επίρ.)
uniformità (θηλ.ουσ)
unigenito (ουσ αρσ )
unigenito (επίθ.)
unilabiato (επίθ.)
unilaterale (επίθ.)
unilateralismo (ουσ αρσ )
unilateralità (θηλ.ουσ)
unilateralmente (επίρ.)
uniloculare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---