Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [unifiˈkare]

1 ενοποιώ
2 συνενώνω πολλά σε ένα
3 ενώνω
4 τυποποιώ
5 συγχωνεύω

unificarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [unifiˈkarsi]

1 ενώνομαι
2 ενοποιούμαι
3 συγχωνεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  unificabile unificativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

unicum (ουσ αρσ )
unidimensionale (επίθ.)
unidirezionale (επίθ.)
unifamiliare (επίθ.)
unificabile (επίθ.)
unificare (ρ. μτβ.)
unificarsi (ρ.μ. (αντων.))
unificativo (επίθ.)
unificato (επίθ.)
unificatore (ουσ αρσ )
unificatore (επίθ.)
unificazione (θηλ.ουσ)
uniformare (ρ. μτβ.)
uniformazione (θηλ.ουσ)
uniforme (θηλ.ουσ)
uniforme (επίθ.)
uniformemente (επίρ.)
uniformità (θηλ.ουσ)
unigenito (ουσ αρσ )
unigenito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---