Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόunificatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [unifikaˈtore] συνενωτής unificatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [unifikaˈtore] 1 ενοποιός 2 συνενωτικός 3 ενοποιητικός 4 ενωτικός 5 ολοκληρωτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |