Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unificàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [unifiˈkato]

1 συνενωμένος
2 ενοποιημένος
3 συγχωνευμένος
4 ενωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  unificativo unificatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

unifamiliare (επίθ.)
unificabile (επίθ.)
unificare (ρ. μτβ.)
unificarsi (ρ.μ. (αντων.))
unificativo (επίθ.)
unificato (επίθ.)
unificatore (ουσ αρσ )
unificatore (επίθ.)
unificazione (θηλ.ουσ)
uniformare (ρ. μτβ.)
uniformazione (θηλ.ουσ)
uniforme (θηλ.ουσ)
uniforme (επίθ.)
uniformemente (επίρ.)
uniformità (θηλ.ουσ)
unigenito (ουσ αρσ )
unigenito (επίθ.)
unilabiato (επίθ.)
unilaterale (επίθ.)
unilateralismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---