Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόuniformità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [uniformiˈta] 1 ομοιογένεια 2 συμμόρφωση προς πρότυπο 3 ομοιότητα μορφής 4 ομοιομορφία 5 κανονικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |