Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ugnatùra (θηλ.ουσ) ulcerazióne (θηλ.ουσ)
Ùgo (κύρ.όν. αρσ.) ulceróso (ουσ αρσ )
ùgola (θηλ.ουσ) ulceróso (επίθ.)
ugonòtto (αρσ. επίθ και ουσ) ulema (ουσ αρσ )
ùgrico (αρσ. επίθ και ουσ) uligàno (ουσ αρσ )
ugrofìnnico, ugro–fìnnico (αρσ. επίθ και ουσ) Ulìsse (ουσ αρσ )
uguagliàbile (επίθ.) ulìsside (ουσ αρσ και θηλ.)
uguagliaménto (ουσ αρσ ) ulìte (θηλ.ουσ)
uguagliànza (θηλ.ουσ) ulivèlla (θηλ.ουσ)
uguagliàre (ρ. μτβ.) ulmàcee (θηλ. ουσ πληθ.)
uguagliarsi (ρ.μ. (αντων.)) ùlna (θηλ.ουσ)
uguàle (επίθ.) ulnàre (αρσ. επίθ και ουσ)
ugualitàrio (αρσ. επίθ και ουσ) ulterióre (επίθ.)
ugualitarìsmo (ουσ αρσ ) ulteriorménte (επίρ.)
ugualménte (επίρ.) ùltima (θηλ.ουσ)
uh (επιφ.) ultimaménte (επίρ.)
uhm (επιφ.) ultimàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
uistitì (ουσ αρσ ) ultimatìvo (επίθ.)
ukàse (ουσ αρσ ) ultimàtum (ουσ αρσ )
ukulèle (ουσ αρσ και θηλ.) ultimazióne (θηλ.ουσ)
ulàno (ουσ αρσ ) ultimìssima (θηλ.ουσ)
ùlcera (θηλ.ουσ) ùltimo (ουσ αρσ )
ulceràre (ρ. μτβ. και αμετβ.) ùltimo (επίθ.)
ulcerarsi (ρ.μ. (αντων.)) ultimogènito (ουσ αρσ )
ulceratìvo (επίθ.) ultimogènito (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: