ItalianoGreco


ùltimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈultimo]

1 κάτι τελευταίο
2 τελευταίος σε αξία ή σε κατηγορία
3 τελευταίο όριο

ùltimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈultimo]

τελευταίος (-α, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---