Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ultracentrifugazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ultraʧentrifugatˈtsjone]

υπερφυγοκέντρηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ultracentrifuga ultracorto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ultrà (ουσ αρσ και θηλ.)
ultra (επίθ.)
ultra (επίρ.)
ultracentenario (αρσ. επίθ και ουσ)
ultracentrifuga (θηλ.ουσ)
ultracentrifugazione (θηλ.ουσ)
ultracorto (επίθ.)
ultracustica (θηλ.ουσ)
ultracustico (επίθ.)
ultraelevato (επίθ.)
ultrafiltrazione (θηλ.ουσ)
ultrafiltro (ουσ αρσ )
ultramarino (επίθ.)
ultramicrometro (ουσ αρσ )
ultramicroscopia (θηλ.ουσ)
ultramicroscopico (επίθ.)
ultramicroscopio (ουσ αρσ )
ultramicrotomo (ουσ αρσ )
ultramoderno (επίθ.)
ultramontano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---