Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ultracentenàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ultraʧenteˈnarjo]

που έχει ξεπεράσει τα εκατό χρόνια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ultra ultracentrifuga  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ultimogenito (επίθ.)
ultore (αρσ. επίθ και ουσ)
ultrà (ουσ αρσ και θηλ.)
ultra (επίθ.)
ultra (επίρ.)
ultracentenario (αρσ. επίθ και ουσ)
ultracentrifuga (θηλ.ουσ)
ultracentrifugazione (θηλ.ουσ)
ultracorto (επίθ.)
ultracustica (θηλ.ουσ)
ultracustico (επίθ.)
ultraelevato (επίθ.)
ultrafiltrazione (θηλ.ουσ)
ultrafiltro (ουσ αρσ )
ultramarino (επίθ.)
ultramicrometro (ουσ αρσ )
ultramicroscopia (θηλ.ουσ)
ultramicroscopico (επίθ.)
ultramicroscopio (ουσ αρσ )
ultramicrotomo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---