Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ultimogènito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,ultimoˈʤɛnito]

1 αποσπόρι
2 στερνογέννητο
3 στερνοπαίδι
4 βενιαμίν (οικογένειας)
5 στερνοπούλι

ultimogènito  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,ultimoˈʤɛnito]

1 υστερότοκος
2 τελευταίος γεννημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ultimo ultore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ultimatum (ουσ αρσ )
ultimazione (θηλ.ουσ)
ultimissima (θηλ.ουσ)
ultimo (ουσ αρσ )
ultimo (επίθ.)
ultimogenito (ουσ αρσ )
ultimogenito (επίθ.)
ultore (αρσ. επίθ και ουσ)
ultrà (ουσ αρσ και θηλ.)
ultra (επίθ.)
ultra (επίρ.)
ultracentenario (αρσ. επίθ και ουσ)
ultracentrifuga (θηλ.ουσ)
ultracentrifugazione (θηλ.ουσ)
ultracorto (επίθ.)
ultracustica (θηλ.ουσ)
ultracustico (επίθ.)
ultraelevato (επίθ.)
ultrafiltrazione (θηλ.ουσ)
ultrafiltro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---