ItalianoGreco


ultimogènito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,ultimoˈʤɛnito]

1 αποσπόρι
2 στερνογέννητο
3 στερνοπαίδι
4 βενιαμίν (οικογένειας)
5 στερνοπούλι

ultimogènito  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,ultimoˈʤɛnito]

1 υστερότοκος
2 τελευταίος γεννημένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---