Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ultimìssima  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ultiˈmissima]

1 τελευταία νέα
2 έκτακτη έκδοση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ultimazione ultimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ultimamente (επίρ.)
ultimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ultimativo (επίθ.)
ultimatum (ουσ αρσ )
ultimazione (θηλ.ουσ)
ultimissima (θηλ.ουσ)
ultimo (ουσ αρσ )
ultimo (επίθ.)
ultimogenito (ουσ αρσ )
ultimogenito (επίθ.)
ultore (αρσ. επίθ και ουσ)
ultrà (ουσ αρσ και θηλ.)
ultra (επίθ.)
ultra (επίρ.)
ultracentenario (αρσ. επίθ και ουσ)
ultracentrifuga (θηλ.ουσ)
ultracentrifugazione (θηλ.ουσ)
ultracorto (επίθ.)
ultracustica (θηλ.ουσ)
ultracustico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---