Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ultimàtum  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ultiˈmatum]

1 τελεσίγραφο
2 τελική απαίτηση
3 τελική πρόταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ultimativo ultimazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ulteriormente (επίρ.)
ultima (θηλ.ουσ)
ultimamente (επίρ.)
ultimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ultimativo (επίθ.)
ultimatum (ουσ αρσ )
ultimazione (θηλ.ουσ)
ultimissima (θηλ.ουσ)
ultimo (ουσ αρσ )
ultimo (επίθ.)
ultimogenito (ουσ αρσ )
ultimogenito (επίθ.)
ultore (αρσ. επίθ και ουσ)
ultrà (ουσ αρσ και θηλ.)
ultra (επίθ.)
ultra (επίρ.)
ultracentenario (αρσ. επίθ και ουσ)
ultracentrifuga (θηλ.ουσ)
ultracentrifugazione (θηλ.ουσ)
ultracorto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---