Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόùltima
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈultima] 1 τελευταία νέα 2 πρόσφατη πληροφορία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |