Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόulmàcee
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [ulˈmaʧee] 1 πτελεοειδή 2 ουλμοειδή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |