Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Ulìsse
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uˈlisse]

ο Οδυσσέας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uligano ulisside  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ulcerazione (θηλ.ουσ)
ulceroso (ουσ αρσ )
ulceroso (επίθ.)
ulema (ουσ αρσ )
uligano (ουσ αρσ )
Ulisse (ουσ αρσ )
ulisside (ουσ αρσ και θηλ.)
ulite (θηλ.ουσ)
ulivella (θηλ.ουσ)
ulmacee (θηλ. ουσ πληθ.)
ulna (θηλ.ουσ)
ulnare (αρσ. επίθ και ουσ)
ulteriore (επίθ.)
ulteriormente (επίρ.)
ultima (θηλ.ουσ)
ultimamente (επίρ.)
ultimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ultimativo (επίθ.)
ultimatum (ουσ αρσ )
ultimazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---