Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ulceróso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ulʧeˈroso], [ulʧeˈrozo]

ασθενής με έλκος στομάχου

ulceróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ulʧeˈroso], [ulʧeˈrozo]

ελκωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ulcerazione ulema  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ulcera (θηλ.ουσ)
ulcerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ulcerarsi (ρ.μ. (αντων.))
ulcerativo (επίθ.)
ulcerazione (θηλ.ουσ)
ulceroso (ουσ αρσ )
ulceroso (επίθ.)
ulema (ουσ αρσ )
uligano (ουσ αρσ )
Ulisse (ουσ αρσ )
ulisside (ουσ αρσ και θηλ.)
ulite (θηλ.ουσ)
ulivella (θηλ.ουσ)
ulmacee (θηλ. ουσ πληθ.)
ulna (θηλ.ουσ)
ulnare (αρσ. επίθ και ουσ)
ulteriore (επίθ.)
ulteriormente (επίρ.)
ultima (θηλ.ουσ)
ultimamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---