Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ulterióre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ulteˈrjore]

1 πιο απόμακρος
2 υστερογενής
3 υστεραίος
4 μεταγενέστερος
5 απόμακρος
6 απώτερος
7 μελλοντικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ulnare ulteriormente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ulite (θηλ.ουσ)
ulivella (θηλ.ουσ)
ulmacee (θηλ. ουσ πληθ.)
ulna (θηλ.ουσ)
ulnare (αρσ. επίθ και ουσ)
ulteriore (επίθ.)
ulteriormente (επίρ.)
ultima (θηλ.ουσ)
ultimamente (επίρ.)
ultimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ultimativo (επίθ.)
ultimatum (ουσ αρσ )
ultimazione (θηλ.ουσ)
ultimissima (θηλ.ουσ)
ultimo (ουσ αρσ )
ultimo (επίθ.)
ultimogenito (ουσ αρσ )
ultimogenito (επίθ.)
ultore (αρσ. επίθ και ουσ)
ultrà (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---