Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ùlna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈulna]

ωλένη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ulmacee ulnare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Ulisse (ουσ αρσ )
ulisside (ουσ αρσ και θηλ.)
ulite (θηλ.ουσ)
ulivella (θηλ.ουσ)
ulmacee (θηλ. ουσ πληθ.)
ulna (θηλ.ουσ)
ulnare (αρσ. επίθ και ουσ)
ulteriore (επίθ.)
ulteriormente (επίρ.)
ultima (θηλ.ουσ)
ultimamente (επίρ.)
ultimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ultimativo (επίθ.)
ultimatum (ουσ αρσ )
ultimazione (θηλ.ουσ)
ultimissima (θηλ.ουσ)
ultimo (ουσ αρσ )
ultimo (επίθ.)
ultimogenito (ουσ αρσ )
ultimogenito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---