Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόulìsside
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [uˈlisside], [ulisˈside] 1 άνθρωπος που διψά για περιπέτεια και γνώση 2 απόγονος του Οδυσσέα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |