Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ulivèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [uliˈvɛlla]

λοστός για πέτρες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ulite ulmacee  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ulema (ουσ αρσ )
uligano (ουσ αρσ )
Ulisse (ουσ αρσ )
ulisside (ουσ αρσ και θηλ.)
ulite (θηλ.ουσ)
ulivella (θηλ.ουσ)
ulmacee (θηλ. ουσ πληθ.)
ulna (θηλ.ουσ)
ulnare (αρσ. επίθ και ουσ)
ulteriore (επίθ.)
ulteriormente (επίρ.)
ultima (θηλ.ουσ)
ultimamente (επίρ.)
ultimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ultimativo (επίθ.)
ultimatum (ουσ αρσ )
ultimazione (θηλ.ουσ)
ultimissima (θηλ.ουσ)
ultimo (ουσ αρσ )
ultimo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---