Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόultimazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ultimatˈtsjone] 1 αποτελείωση 2 ολοκλήρωση 3 αποτέλειωμα 4 αποτελείωμα 5 αποπεράτωση 6 τελειοποίηση 7 συντέλεση 8 συμπλήρωση 9 τελείωμα 10 περάτωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |