Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ultrà  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ulˈtra]

1 εξτρεμιστής της δεξιάς ή της αριστεράς
2 αριστεριστής
3 υπερδεξιός

ultra  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈultra]

1 αδιάλλακτος
2 εξτρεμιστικός
3 ακραίος (της δεξιάς ή της αριστεράς)

ultra  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈultra]

1 υπέρ
2 στο έπακρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ultore ultracentenario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ultimo (ουσ αρσ )
ultimo (επίθ.)
ultimogenito (ουσ αρσ )
ultimogenito (επίθ.)
ultore (αρσ. επίθ και ουσ)
ultrà (ουσ αρσ και θηλ.)
ultra (επίθ.)
ultra (επίρ.)
ultracentenario (αρσ. επίθ και ουσ)
ultracentrifuga (θηλ.ουσ)
ultracentrifugazione (θηλ.ουσ)
ultracorto (επίθ.)
ultracustica (θηλ.ουσ)
ultracustico (επίθ.)
ultraelevato (επίθ.)
ultrafiltrazione (θηλ.ουσ)
ultrafiltro (ουσ αρσ )
ultramarino (επίθ.)
ultramicrometro (ουσ αρσ )
ultramicroscopia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---