ItalianoGreco


ultrà  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ulˈtra]

1 εξτρεμιστής της δεξιάς ή της αριστεράς
2 αριστεριστής
3 υπερδεξιός

ultra  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈultra]

1 αδιάλλακτος
2 εξτρεμιστικός
3 ακραίος (της δεξιάς ή της αριστεράς)

ultra  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈultra]

1 υπέρ
2 στο έπακρο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---