Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ultraelevato
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ultraeleˈvato]

υπερυψηλός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ultracustico ultrafiltrazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ultracentrifuga (θηλ.ουσ)
ultracentrifugazione (θηλ.ουσ)
ultracorto (επίθ.)
ultracustica (θηλ.ουσ)
ultracustico (επίθ.)
ultraelevato (επίθ.)
ultrafiltrazione (θηλ.ουσ)
ultrafiltro (ουσ αρσ )
ultramarino (επίθ.)
ultramicrometro (ουσ αρσ )
ultramicroscopia (θηλ.ουσ)
ultramicroscopico (επίθ.)
ultramicroscopio (ουσ αρσ )
ultramicrotomo (ουσ αρσ )
ultramoderno (επίθ.)
ultramontano (επίθ.)
ultrapotente (επίθ.)
ultrarapido (επίθ.)
ultrarosso (αρσ. επίθ και ουσ)
ultrasensibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---