Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ultraràpido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ultraˈrapido]

1 υπερταχύς
2 πολύ γρήγορος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ultrapotente ultrarosso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ultramicroscopio (ουσ αρσ )
ultramicrotomo (ουσ αρσ )
ultramoderno (επίθ.)
ultramontano (επίθ.)
ultrapotente (επίθ.)
ultrarapido (επίθ.)
ultrarosso (αρσ. επίθ και ουσ)
ultrasensibile (επίθ.)
ultrasinistra (θηλ.ουσ)
ultrasonoro (επίθ.)
ultrastruttura (θηλ.ουσ)
ultrasuono (ουσ αρσ )
ultrasuonoterapia (θηλ.ουσ)
ultraterreno (επίθ.)
ultravioletto (ουσ αρσ )
ultravioletto (επίθ.)
ultravirus (ουσ αρσ )
ultravuoto (ουσ αρσ )
ululante (επίθ.)
ululare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---