Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόululante
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [uluˈlante] 1 κραυγαλέος 2 που ουρλιάζει 3 ωρυόμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |