Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


umanitàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [umaniˈtarjo]

1 φιλάνθρωπος
2 ανθρωπιστής

umanitàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [umaniˈtarjo]

1 φιλανθρωπικός
2 ανθρωπιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  umanità umanitarismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

umanazione (θηλ.ουσ)
umanesimo (ουσ αρσ )
umanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
umanistico (επίθ.)
umanità (θηλ.ουσ)
umanitario (ουσ αρσ )
umanitario (επίθ.)
umanitarismo (ουσ αρσ )
umanizzare (ρ. μτβ.)
umanizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
umanizzato (επίθ.)
umano (ουσ αρσ )
umano (επίθ.)
umanoide (ουσ αρσ )
umanoide (επίθ.)
umazione (θηλ.ουσ)
umbellato (επίθ.)
Umberto (κύρ.όν. αρσ.)
umbilicale (επίθ.)
umbilicato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---