Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


umàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uˈmano]

1 ανθρωπότητα
2 άνθρωποι
3 το ανθρώπινο

umàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [uˈmano]

ανθρώπινος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  umanizzato umanoide  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere umano = ο άνθρωπος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

umanitario (επίθ.)
umanitarismo (ουσ αρσ )
umanizzare (ρ. μτβ.)
umanizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
umanizzato (επίθ.)
umano (ουσ αρσ )
umano (επίθ.)
umanoide (ουσ αρσ )
umanoide (επίθ.)
umazione (θηλ.ουσ)
umbellato (επίθ.)
Umberto (κύρ.όν. αρσ.)
umbilicale (επίθ.)
umbilicato (επίθ.)
umbilico (ουσ αρσ )
umbone (ουσ αρσ )
umbratile (επίθ.)
umerale (επίθ.)
umettante (επίθ.)
umettare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---