ItalianoGreco


umbóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [umˈbone]

1 ομφαλός
2 σχέδιο ασπίδας
3 πρήξιμο τυμπανικής μεμβράνης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---