Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ùmico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈumiko]

οργανικός (από αποσύνθεση φυτού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  umettazione umidezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

umbratile (επίθ.)
umerale (επίθ.)
umettante (επίθ.)
umettare (ρ. μτβ.)
umettazione (θηλ.ουσ)
umico (επίθ.)
umidezza (θηλ.ουσ)
umidiccio (επίθ.)
umidificare (ρ. μτβ.)
umidificatore (ουσ αρσ )
umidificazione (θηλ.ουσ)
umidità (θηλ.ουσ)
umido (ουσ αρσ )
umido (επίθ.)
umifero (επίθ.)
umificazione (θηλ.ουσ)
umile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
umiliante (επίθ.)
umiliare (ρ. μτβ.)
umiliativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---