Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ùmile  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈumile], [uˈmile]

ταπεινός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  umificazione umiliante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

umidità (θηλ.ουσ)
umido (ουσ αρσ )
umido (επίθ.)
umifero (επίθ.)
umificazione (θηλ.ουσ)
umile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
umiliante (επίθ.)
umiliare (ρ. μτβ.)
umiliativo (επίθ.)
umiliato (αρσ. επίθ και ουσ)
umiliazione (θηλ.ουσ)
umilmente (επίρ.)
umiltà (θηλ.ουσ)
umore (ουσ αρσ )
umoresca (θηλ.ουσ)
umorismo (ουσ αρσ )
umorista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
umoristicamente (επίρ.)
umoristico (επίθ.)
un (οριστ. άρθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---