Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


umificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [umifikatˈtsjone]

αποσάθρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  umifero umile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

umidificazione (θηλ.ουσ)
umidità (θηλ.ουσ)
umido (ουσ αρσ )
umido (επίθ.)
umifero (επίθ.)
umificazione (θηλ.ουσ)
umile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
umiliante (επίθ.)
umiliare (ρ. μτβ.)
umiliativo (επίθ.)
umiliato (αρσ. επίθ και ουσ)
umiliazione (θηλ.ουσ)
umilmente (επίρ.)
umiltà (θηλ.ουσ)
umore (ουσ αρσ )
umoresca (θηλ.ουσ)
umorismo (ουσ αρσ )
umorista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
umoristicamente (επίρ.)
umoristico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---