Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόumìfero
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [uˈmifero] 1 χουμοφόρος 2 πλούσιος σε οργανικό υλικό-κοπριά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |