Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


umìfero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [uˈmifero]

1 χουμοφόρος
2 πλούσιος σε οργανικό υλικό-κοπριά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  umido umificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

umidificatore (ουσ αρσ )
umidificazione (θηλ.ουσ)
umidità (θηλ.ουσ)
umido (ουσ αρσ )
umido (επίθ.)
umifero (επίθ.)
umificazione (θηλ.ουσ)
umile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
umiliante (επίθ.)
umiliare (ρ. μτβ.)
umiliativo (επίθ.)
umiliato (αρσ. επίθ και ουσ)
umiliazione (θηλ.ουσ)
umilmente (επίρ.)
umiltà (θηλ.ουσ)
umore (ουσ αρσ )
umoresca (θηλ.ουσ)
umorismo (ουσ αρσ )
umorista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
umoristicamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---