Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


umorìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [umoˈrista]

1 χιουμορίστας
2 ευθυμογράφος
3 ευφυολόγος
4 αστειολόγος
5 ευθυμολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  umorismo umoristicamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

umilmente (επίρ.)
umiltà (θηλ.ουσ)
umore (ουσ αρσ )
umoresca (θηλ.ουσ)
umorismo (ουσ αρσ )
umorista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
umoristicamente (επίρ.)
umoristico (επίθ.)
un (οριστ. άρθ.)
unanime (επίθ.)
unanimemente (επίρ.)
unanimismo (ουσ αρσ )
unanimità (θηλ.ουσ)
unciale (θηλ. επίθ και ουσ)
uncinare (ρ. μτβ.)
uncinato (επίθ.)
uncinetto (ουσ αρσ )
uncino (ουσ αρσ )
undecimo (ουσ αρσ )
undecimo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---