Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unanimità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [unanimiˈta]

1 ομοθυμία
2 ομοφωνία
3 σύμπτωση γνωμών
4 ταυτότητα απόψεων
5 ομοφροσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  unanimismo unciale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

umoristico (επίθ.)
un (οριστ. άρθ.)
unanime (επίθ.)
unanimemente (επίρ.)
unanimismo (ουσ αρσ )
unanimità (θηλ.ουσ)
unciale (θηλ. επίθ και ουσ)
uncinare (ρ. μτβ.)
uncinato (επίθ.)
uncinetto (ουσ αρσ )
uncino (ουσ αρσ )
undecimo (ουσ αρσ )
undecimo (επίθ.)
undicenne (ουσ αρσ )
undicenne (θηλ.ουσ)
undicenne (επίθ.)
undicesimo (ουσ αρσ )
undicesimo (επίθ.)
undici (αρσ. επίθ και ουσ)
ungarico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---