Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόundicèsimo, undicésimo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [undiˈʧɛnne] ενδέκατο (1/11) undicèsimo, undicésimo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [undiˈʧɛnne] ενδέκατος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |