Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόungherése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ungeˈrese], [ungeˈreze] 1 (persona) ο Ουγγαρέζος, η Ουγγαρέζα 2 (lingua) τα ουγγαρέζικα ungherése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ungeˈrese], [ungeˈreze] ουγγαρέζικος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |