Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ùngaro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈungaro]

Ούγγρος

ùngaro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈungaro]

ουγγρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ungarico ungere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

undicenne (επίθ.)
undicesimo (ουσ αρσ )
undicesimo (επίθ.)
undici (αρσ. επίθ και ουσ)
ungarico (επίθ.)
ungaro (ουσ αρσ )
ungaro (επίθ.)
ungere (ρ. μτβ.)
ungersi (ρ.μ. (αντων.))
ungherese (ουσ αρσ και θηλ.)
ungherese (επίθ.)
Ungheria (θηλ.ουσ)
unghia (θηλ.ουσ)
unghiata (θηλ.ουσ)
unghiato (επίθ.)
unghiatura (θηλ.ουσ)
unghiella (θηλ.ουσ)
unghiolo (ουσ αρσ )
unghione (ουσ αρσ )
unghiuto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---