Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόunghióne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [unˈgjone] 1 οπλή ζώου 2 μεγάλο νύχι γαμψό ζώου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |