Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόungulàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [unguˈlato] οπληφόρο ungulàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [unguˈlato] οπληφόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |